- βράντη ή βράντα
- (vranda). Γένος χηνών της οικογένειας των ανατιδών. Οι χήνες του γένους αυτού είναι μικρόσωμες με γκριζόμαυρο φτέρωμα, το οποίο είναι διάστικτο από λευκές ή μαύρες βούλες. Τρέφονται με θαλάσσια φυτά και έντομα και ζουν στις βόρειες περιοχές του πλανήτη μας, απ’ όπου και μεταναστεύουν νοτιότερα τον χειμώνα. Γνωστά είδη είναι η β. η ανατίφη και η β. η λεύκοψη. Η β. η καναδική ζούσε παλαιότερα σε όλη την έκταση των ΗΠΑ και του Καναδά, σήμερα όμως ζει μόνο σε μερικές περιοχές του Καναδά.
Dictionary of Greek. 2013.